Ως ψυχοθεραπευτής αλλά και ως ενεργό μέλος της κοινωνίας μέσα στην οποία ζω, έχω παρατηρήσει ότι η εκτεταμένη χρήση ή κατάχρηση αλκοόλ και ουσιών είναι κάτι το οποίο υπάρχει ενεργά μέσα στη ζωή της σύγχρονης κοινωνίας. Οι λόγοι για τους οποίους ένας άνθρωπος μπορεί να προβεί στην εκτεταμένη χρήση ή κατάχρηση αυτών, είναι σαφώς καθαρά υποκειμενικοί. Ωστόσο, μέσα από τη παράθεση της προσωπικής μου παρατήρησης έχω καταλήξει, προς το παρόν τουλάχιστον, στο ότι, εκτός των υποκειμενικών λόγων, η απουσία ουσιαστικής επικοινωνίας, το ενδοοικογενειακό περιβάλλον, η ταχύτητα της καθημερινότητας, η μοναξιά, το άγχος για οποιουσδήποτε λόγους αλλά και η δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι στην ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων, είναι μερικές από τις αιτίες που οδηγούν στην εκτεταμένη χρήση ή κατάχρηση αλκοόλ ή/και ουσιών. Παρόλα αυτά ένας ακόμη σημαντικός λόγος, είναι η τάση που παρατηρείται στο να συνδέονται αυτά με την αίσθηση του “περνάω καλά” ή πολλές φορές να θεωρούνται βασική προϋπόθεση ώστε κάποιος να περάσει καλά. Μέσα λοιπόν από τα ανωτέρω, προέκυψαν τα ακόλουθα ερωτήματα: γιατί έχουμε συνδέσει τη “καλοπέραση”, την απόλαυση και την χαλάρωση με τη κατανάλωση ή/και τη χρήση αλκοόλ και ουσιών; πως οι προαναφερθείσες παρατηρήσεις ενδεχομένως να συνδέονται με αυτή την ενέργεια;
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα όσο το δυνατόν γίνεται από την αρχή θεωρώντας ότι αυτή είναι η στιγμή αναζήτησης μίας διεξόδου από αυτό που ο άνθρωπος βιώνει στη καθημερινότητα του, με αποτέλεσμα να του δημιουργείται μια “σύγχυση” η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη ανάγκη του για μια αποσυμπίεση από αυτή. Η καθημερινότητα ενός ανθρώπου πλέον, μπορεί να χαρακτηριστεί ως εξαντλητική· μια καθημερινότητα στην οποία το άγχος και η πίεση/ανελαστικότητα των διαφόρων υποχρεώσεων, κυριαρχεί έναντι άλλων πραγμάτων συμπεριλαμβανομένου και αυτών που έχουν να κάνουν με την προσωπική χαλάρωση και τέρψη του ίδιου του εαυτού. Μία καθημερινότητα, όπου η επικοινωνία πραγματοποιείται ή/και περιορίζεται μέσα από τα social media, τα οποία ναι μεν υποτίθεται φέρνουν “κοντά” τους ανθρώπους, όμως από την άλλη δημιουργούν μια απόσταση, διότι οι ρυθμοί, η κούραση κλπ δεν επιτρέπουν την δια ζώσης επαφή πολλές φορές. Μέσα λοιπόν σε αυτό το πλαίσιο ο άνθρωπος χρειάζεται να βρει κάποιες στιγμές ηρεμίας, χαλάρωσης και ουσιαστικής επικοινωνίας· κάποιες στιγμές που θα μπορέσει να συνδεθεί με τον ίδιο του τον εαυτό αλλά και με άλλους και ως αποτέλεσμα να υπάρξει μια παύση από το θόρυβο. Και εδώ ενδεχομένως θα συναντήσουμε φράσεις όπως: «πάμε για ένα ποτάκι να χαλαρώσουμε, να βρούμε κάτι…καλό…για να ηρεμήσουμε κλπ». Τι είναι αυτό όμως που συνδέει τη χρήση τους με τις δίαφορες ανάγκες; Σύμφωνα με έρευνες και τη σχετική βιβλιογραφία όταν μοιράζεσαι ένα ναρκωτικό μοιράζεσαι την ίδια “διάθεση”/ συναισθηματική κατάσταση, αντίστοιχα και με τη χρήση αλκοόλ. Οι ρυθμοί αυτομάτως αλλάζουν και μπαίνεις σε μία διαδικασία εφορίας, όπου όλα φαντάζουν ήρεμα, εύκολα, βατά καταλαμβάνοντας μικρότερο χώρο μέσα μας από ότι προηγουμένως. Έτσι λοιπόν φαίνεται ότι η παρατεταμένη χρήση ή/και κατάχρηση έγκειται σε μια προσπάθεια να ξεπεραστούν κάποιοι ενδοιασμοί, ώστε να καλυφθεί η ανάγκη της επικοινωνίας ή να ξεφύγει ο νους από αυτά που τον προβληματίζουν/βασανίζουν και τον καθηλώνουν. Ένα πρίσμα, μέσα από το οποίο ο άνθρωπος προσπαθεί να δει το κόσμο χωρίς αυτά που πιθανότατα να τον στεναχωρούν, να του λείπουν, να τον θυμώνουν κλπ.
Παρόλη την προσωρινή όμως “επίλυση” που μπορεί να προσφέρουν την δεδομένη χρονική στιγμή, είναι αυτό που επί της ουσίας λύνει ή μας βοηθάει να αντιληφθούμε για ποιό λόγο στρεφόμαστε εκεί;
Προσπαθώ λοιπόν να καταλάβω εάν εν τέλη όλο αυτό αποτελεί έναν τρόπο/προσπάθεια μιας επικοινωνίας για βοήθεια. Πολλές φορές τα “χρώματα” λείπουν και καλύπτονται από την χρήση αλκοόλ ή/και ουσιών· “χρώματα”, που είναι εν τέλη εκεί όταν η δράση τους περάσει; Σαφώς κάθε κομμάτι από τα παραπάνω, μπορεί να αποτελέσει αρχή για αμέτρητες αναλύσεις, απαντήσεις και απόψεις· αλλά όπως και προηγουμένως έτσι και τώρα, ο στόχος της ενδοσκόπησης αυτής μέσω του άρθρου, έχει ως στόχο να προβληματίσει και όχι να απαντήσει ή να θέσει απολυτότητα σε κάτι το οποίο παραμένει υποκειμενικό.